δειγματολήπτης — ο αυτός που παίρνει δείγμα από κάποιο προϊόν, για να το δοκιμάσει, να ελέγξει την ποιότητά του και, ίσως, να προσδιορίσει την τιμή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δειγματοληπτικός — ή, ό [δειγματολήπτης] Ι. αυτός που έγινε για δειγματοληψία («δειγματοληπτικός έλεγχος») ||. επίρρ. δειγματοληπτικά και δειγματοληπτικώς με τρόπο δειγματοληπτικό … Dictionary of Greek
δειγματοληψία — η [δειγματολήπτης] 1. η λήψη δειγμάτων ενός εμπορεύματος για δοκιμή ή καθορισμό τής ποιότητάς ή τής τιμής του 2. η επιλογή χαρακτηριστικών δειγμάτων ή παραδειγμάτων που καθιστά δυνατή την κρίση για το σύνολο 3. ναυτ. η λήψη δείγματος θαλάσσιου… … Dictionary of Greek
πυρηνολήπτης — ο, Ν ωκεαν. δειγματολήπτης βυθού, συσκευή με την οποία λαμβάνεται ο πυρήνας, μια ποσότητα ιζήματος από τον βυθό τής θάλασσας, για να εξεταστεί και η οποία αποτελείται από ένα χαλύβδινο εξωτερικά και έναν πλαστικό εσωτερικά σωλήνα, ένα βαρίδι… … Dictionary of Greek
σόντα — η, Ν 1. καθετήρας 2. (στους ναυτικούς) βυθομετρικό όργανο, σκαντάγιο 3. δειγματολήπτης θαλάσσιου βυθού 4. όργανο με το οποίο γίνονται δειγματοληψίες στο βάθος τών σάκων διαφόρων προϊόντων, ιδίως σιτηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sonda «όργανο για… … Dictionary of Greek